Ταξίδια


 

Ταξιδεύοντας

είναι ο μοναδικός τρόπος

να κοιτάξω πίσω

προχωρώντας μπροστά.

Το να ταξιδεύει κανείς δε σημαίνει παρά την προσπάθεια και την ακατανίκητη επιθυμία να μπει σ’ ένα ολότελα διαφορετικό κάδρο ζωής…

Να γίνει κάποιος άλλος, ν’ αφήσει τη ρουτίνα πίσω του και το χτες με τα σημάδια που αυτό επέφερε, να καταλαγιάσουν μέσα του.

Να αφεθεί, να ελευθερωθεί από ό,τι βαρύγδουπο τον πνίγει στη βαναυσότητα της μεταμοντέρνας πολυπλοκότητας.

Πρέπει να είσαι απλός, λιτός κι απέριττος, γυμνός από τη μάσκα του καθωσπρεπισμού για να μπορείς να σε νιώσεις, να ολοκληρωθείς και ν’ αφήσεις και τους άλλους να σε νιώσουν.

Πρέπει να ψηλαφίσεις την επιφάνεια για ν’ ανακαλύψεις το βάθος.

Πρέπει να ταξιδέψεις για να σε μάθεις, ν’ αφήσεις πίσω σου κάθε σταθερό και μονότονο έρμα και ν’ αναζητήσεις τα όρια σου…

Τώρα ξέρεις καθαρά πως δεν σου αρκούν επτά χιλιάδες ζωές για να μάθεις να ζεις, να πάψεις να παθιάζεσαι και να βλέπεις πέρα από τη πιο ανώδυνη όψη των πραγμάτων.

Τώρα το βλέπω και το αισθάνομαι, δεν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε αντικειμενική αλήθεια, ταξιδεύουμε, αγγίζουμε τους ανθρώπους και τις στιγμές, συλλαμβάνουμε εικόνες από τη δική μας σκοπιά, ζούμε μ’ αυτές ακόμα κι αν είναι ολότελα κίβδηλες αντανακλάσεις του αληθινού ειδώλου. Με κοιτάζεις στα μάτια κι όμως δεν κατάφερες  πάλι να με δεις, δε βλέπεις αυτό που σε αφήνουν τα μάτια σου κι ο νους σου να δεις, μα αυτό που θα ‘θελες να δεις για να ταιριάξει τούτη η ασυμφωνία των γνωμών και να γίνει η επικοινωνία μας.

Ζούμε, ταξιδεύουμε κι ερωτευόμαστε, συλλέγοντας κι ανταλλάσσοντας ελλιπείς πληροφορίες και συχνά ψευδαισθήσεις αλήθειας.
Κι όταν ξυπνήσουμε από τον ονειρικό λήθαργο τί μας περιμένει;

Ότι η αλήθεια δεν υπάρχει, μόνο διαφορετικές στιγμές κι όψεις θέασης της πραγματικότητας.

Και δεν απαιτείται συμβιβασμός, αλλά ελευθερία στο νου και την καρδιά για να είμαστε ευτυχισμένοι.

Και συνεχίζουμε ν’ αγνοούμε πως η ζωή, όπως κι η θάλασσα, δεν είναι παρά ο καθρέφτης που μας φέρνει σ’ επαφή με τη πληρότητα των αντιθέσεων.

Συνειδητοποιούμε πως το να ζούμε στο τέλος του Αρκτικού Κύκλου, εκεί που τους αρχικούς μήνες του καλοκαιριού ο ήλιος του μεσονυχτιού δε δύει ποτέ, είναι μια άλλη ζωή, από το να ζούμε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Manhattan αντικρύζοντας κάθε πρωί τη ψυχρή όψη από τους διπλανούς ουρανοξύστες. Ότι στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να είμαστε πιο κοντά στον ουρανό με την βοήθεια της τεχνολογίας, δε δείχνει απαραίτητα πως μάθαμε κάτι πολυτιμότερο κι αξιολογότερο, για να ζούμε καλύτερα.

Τη σκιά της αλήθειας γνωρίζουμε, συμβιβαζόμαστε και μια χαρά συμβιώνουμε μαζί της.

Γι’ αυτό ταξιδεύοντας γυρεύουμε να συναρμολογήσουμε αυτά τα θρυμματισμένα κρυσταλλάκια της ολότητας της ζωής, της ύπαρξης και της αλήθειας μας.

Να μπούμε και να χωρέσουμε σ’ άπειρες άλλες ζωές κι απεριόριστες άλλες αλήθειες.

Ταξιδεύουμε και κρατάμε -όπως σημειώνεται περίτεχνα στην εισαγωγή του «Δωματίου Του Ιακώβου» της Virginia Woolf- σα μοναδική μας περιουσία κι ουσία, μια φούχτα μικρά, κομμένα, μπεργκσονικά καρέ: χρόνου, λόγου, αλήθειας, ομορφιάς.
Ίσως ούτε αυτά…

Σχολιάστε